λασκάρισμα

λασκάρισμα
το ослабление (верёвки, тж. перен. ); опускание (поводьев и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "λασκάρισμα" в других словарях:

  • λασκάρισμα — το, ατος (λ. ιταλ.), το χαλάρωμα: Το λασκάρισμα μιας βίδας μπλόκαρε όλο το σύστημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λασκάρισμα — το [λασκάρω] χαλάρωση …   Dictionary of Greek

  • μποσικάρισμα — και μποσκάρισμα, το [μποσικάρω] το χαλάρωμα τεντωμένου σχοινιού ή το λασκάρισμα βίδας …   Dictionary of Greek

  • ξέσφιγμα — το [ξεσφίγγω] λύσιμο πράγματος δεμένου ή χαλάρωση πράγματος σφιγμένου, ξετέντωμα, λασκάρισμα …   Dictionary of Greek

  • ξεβίδωμα — το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεβιδώνω, αφαίρεση ή λασκάρισμα τής βίδας 2. υπερβολική κούραση, σωματική εξάντληση 3. μτφ. απώλεια λογικού, παραφροσύνη, τρέλα …   Dictionary of Greek

  • ξετέντωμα — το [ξετεντώνω] ξεσφίξιμο, λασκάρισμα, χαλάρωση …   Dictionary of Greek

  • χάλαση — η / χάλασις, άσεως, ΝΑ [χαλῶ] χαλάρωση, ξέσφιγμα, λασκάρισμα, λύσιμο νεοελλ. 1. ελάττωση τού τόνου, τής σύστασης ή τής ελαστικότητας ενός ιστού ή οργάνου (α. «χάλαση τού δέρματος» β. «χάλαση τού μυός» γ. «χάλαση τού πέους») αρχ. 1. (για… …   Dictionary of Greek

  • μαϊνάρισμα — το (λ. ιταλ.) 1. (ναυτ.), το χαλάρωμα, το λασκάρισμα, το κατέβασμα: Το μαϊνάρισμα των πανιών έγινε από τους ναύτες. 2. το γαλήνεμα, ο κατευνασμός, το καλμάρισμα: Το μαϊνάρισμα της θάλασσας κράτησε μόνο για λίγο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεχείλωμα — το, ατος το αποτέλεσμα του ξεχειλώνω (βλ. λ.), το χαλάρωμα, το λασκάρισμα: Το ξεχείλωμα των παπουτσιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»